πελαγώνω

πελαγώνω
1. μετ. плыть по морю;
2. αμετ. запутываться; теряться;

πελαγώνω σε εικασίες — теряться в догадках;

πελαγώνω στα χρέη — запутываться в долгах


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πελαγώνω" в других словарях:

  • πελαγώνω — πελαγώνω, πελάγωσα, πελαγωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πελαγώνω — πελαγῶ, όω, ΝΜΑ [πέλαγος] νεοελλ. 1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ 2. μεσ. (για τόπο) προχωρώ βαθιά μέσα στη θάλασσα 3. μτφ. συναντώ μεγάλες δυσκολίες και περιέρχομαι σε αμηχανία ή σύγχυση, δεν ξέρω τί να κάνω, τά χάνω 4. μτφ. (για εμπορικές… …   Dictionary of Greek

  • πελαγώνω — πελάγωσα, πελαγωμένος 1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ. 2. απορώ τι να κάνω, τα χάνω, βρίσκομαι σε αμηχανία, συναντώ δυσκολίες: Πελαγώσαμε μόλις ακούσαμε τα θέματα των εξετάσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πελάγωμα — το το αποτέλεσμα τού πελαγώνω, το να περιπέσει κανείς σε αμηχανία ή σύγχυση εξαιτίας μεγάλων δυσκολιών που συναντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελαγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ενθαλασσεύω — ἐνθαλασσεύω και αττ. τ. ἐνθαλαττεύω (Α) 1. ζω μέσα στη θάλασσα, είμαι θαλάσσιος 2. είμαι, βρίσκομαι στη θάλασσα, πλέω, ταξιδεύω 3. μτφ. βρίσκομαι σε αμηχανία συναντώντας δύσκολες περιστάσεις, πελαγώνω («ἐνθαλαττεύων τε [ο ανθρώπινος νους]… …   Dictionary of Greek

  • πελαγώ — όω, Α βλ. πελαγώνω …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοπνίγομαι — θαλασσοπνίχτηκα και θαλασσοπνίγηκα, θαλασσοπνιγμένος 1. πνίγομαι κάπου στη θάλασσα ή κινδυνεύω να πνιγώ στα ταξίδια. 2. ταλαιπωρούμαι: Θαλασσοπνίγεται κάθε μέρα για να βγάλει το ψωμί του. 3. μτφ., πελαγώνω, τα χάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»